-
1 κανόνας
κανόνας οканон –1) правило, закон; постановление Вселенских соборов об основах вероучения и церковной жизни;ΦΡ.ιεροί κανόνες — священные каноны Церкви;2) совокупность канонических книг Ветхого (39) и Нового Заветов (27), которые признаются Церковью богодухновенными;3) особый жанр богослужебных песнопений. Составляется в честь Господа, Богородицы, святого или праздника. Канон обычно состоит из девяти песен (исключая вторую). Каждая песнь состоит из 3-6 тропарей. Таким образом канон составляют 27-54 тропаря. Первая песнь воспевает Христа, следующая – святого, предпоследняя – Святую Троицу и последняя девятая песнь поется в честь Богородицы;4) совокупность правил, предопределяющих форму и содержание православного искусства;5) монашеское келейное правилоЭтим.дргр. < κανών-όνος < κάννα «тростник, камыш». Первоначальное значение слова «прут, брусок». Слово используется как термин в математике, музыке и церкви в значении «прототип, образец, начальная форма» -
2 κάνονας
κάνονας οнаказание, канон, епитимья, которую духовник накладывает на исповедуемого, вследствии совершения им какого-либо греха -
3 κανόνας
ο1) правило, закон; канон;γραμματικοί κανόνες — грамматические правила;
κατά κανόνα — как правило;
2) церк. канон (молитва);3) церковное наказание; 4) линейка -
4 κανόνας
κανώνstraight rod: masc acc pl -
5 κανόνας
[канонас] ουσ. а. правило, норма,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κανόνας
-
6 κανόνας
[канонас] ουσ α правило, норма. -
7 κανόνας
1) canon2) norme3) règle -
8 κανόνας
1) linia (f) rzecz.2) prawidło (n) rzecz.3) przepis (m) rzecz.4) reguła (f) rzecz.5) zasada (f) rzecz. -
9 κανόνας
1) norma2) pořádek3) pravidlo4) pravítko5) předpis6) řehole -
10 κανόνας
ruleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κανόνας
-
11 ικετήριος κανόνας
ικετήριος κανόνας οпросительный канон, молебный канонΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ικετήριος κανόνας
-
12 σταυρώσιμος κανόνας
σταυρώσιμος κανόνας οканон Честному КрестуΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > σταυρώσιμος κανόνας
-
13 kaide
κανόνας, νόμος, νόρμα -
14 kural
κανόνας, νόμος -
15 norme
κανόνας -
16 norma
κανόνας -
17 pořádek
κανόνας -
18 řehole
κανόνας -
19 prawidło
κανόνας -
20 правило
пра́вил||ос1. ὁ κανόνας, ὁ κανών:\правилоа вну́треннего распорядка ὁ ἐσωτερικός κανονισμός· \правилоа у́личного движения ὁ κανονισμός τής τροχαίας κινήσεως· грамматические \правилоа οἱ κανόνες τής γραμματικής· по всем \правилоам καθ' ὅλους τους κανόνας· по \правилоам игры σύμφωνα μέ τούς κανόνες τοῦ παιχνιδιοῦ· нарушать \правило παραβιάζω (или παραβαίνω) τόν κανόνα· соблюдать \правилоа τηρώ τούς κανόνες, συμ-μορφοὔμαι μέ τούς κανόνας· нет \правилоа без исключения ὁ κάθε κανόνας ἔχει ἐξαιρέσεις·2. мат ἡ μέθοδος, ὁ κανών:тройное \правило ἡ μέθοδος τῶν τριῶν3. (принцип) ὁ κανών, ὁ κανόνας, ἡ ἀρχή:взять себе за \правило παίρνω ὡς κανόνα, ἔχω σάν ἄρχή.
См. также в других словарях:
κάνονας — κάνονας, ο και κανόνας, ο εκκλησιαστική ποινή που επιβάλλεται σ αυτόν που αμάρτησε: Έκανε τον κάνονά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… … Dictionary of Greek
κάνονας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… … Dictionary of Greek
Γκλόγκερ, κανόνας του- — Κανόνας της οικολογίας, σύμφωνα με τον οποίο τα ζώα που έχουν συνηθίσει να ζουν σε υγρά περιβάλλοντα χαρακτηρίζονται από πιο έντονα χρώματα σε σχέση με άλλα που ανήκουν στο ίδιο είδος, αλλά ζουν σε πιο ξηρό περιβάλλον. Ο κανόνας αυτός… … Dictionary of Greek
κανόνας — ο 1. χάρακας: Πρέπει να χρησιμοποιείτε τον κανόνα για τις ευθείες γραμμές. 2. κριτήριο ή μέτρο πραγμάτων ή πράξεων: Ο Χριστός μας έδωσε κανόνα ζωής. 3. γενική αρχή, νόμος: Για την παραγωγή της πρότασης αυτής εφαρμόζονται τρεις γραμματικοί κανόνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανόνας — κανών straight rod masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογαριθμικός κανόνας — Όργανο που βασίζεται στις ιδιότητες των λογαρίθμων, με το οποίο εκτελούνται γρήγορα υπολογισμοί, με ικανοποιητική ακρίβεια στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι υπολογισμοί εκτελούνται με τη βοήθεια διαφόρων λογαριθμικών κλιμάκων, με τις οποίες είναι … Dictionary of Greek
δεξιού χεριού, κανόνας — Μνημονικός κανόνας για τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης του επαγωγικού ρεύματος σε έναν αγωγό που κινείται σε μαγνητικό πεδίο. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, τοποθετούμε τον αντίχειρα, τον δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού κατά τέτοιο… … Dictionary of Greek
Μπέργκμαν, κανόνας του- — Η εξάρτηση του μεγέθους των ομοιόθερμων ζώων από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, τα ομοιόθερμα ζώα των βορειότερων, άρα και πιο ψυχρών περιοχών είναι γενικά πιο μεγαλόσωμα από τα ζώα του ίδιου είδους… … Dictionary of Greek
Άλεν, κανόνας του- — Η εξάρτηση του μεγέθους ορισμένων σωματικών τμημάτων των ομοιόθερμων ζώων από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος όπουν ζουν. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν, μία από τις προσαρμοστικές μεταβολές τις οποίες υφίστανται τα ομοιόθερμα ζώα που ζουν σε… … Dictionary of Greek
Παρακλητικός κανόνας — Θρηνητικοί ύμνοι γραμμένοι στη συνηθισμένη μορφή των υμνογραφικών κανόνων. Συνοδεύονται από καθίσματα, από στίχους και άλλα τροπάρια, με τα οποία αποτελούν μικρή παρακλητική ακολουθία που ψάλλεται στους ναούς ή στα σπίτια. Με αυτά επιδιώκεται η… … Dictionary of Greek